- κακοταιριάζω
- 1. (μτβ.) ενώνω ή συναρμόζω δύο ή περισσότερα πράγματα κακώς, με αταίριαστο τρόπο2. (αμτβ.) α) δεν προσαρμόζομαι καλά, δεν εφαρμόζω τέλειαβ) (για πρόσ.) δεν συμφωνώ με κάποιον, δεν ταιριάζω μαζί του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοταιριάζω — κακοταίριασα και κακοταίριαξα, κακοταιριάστηκα και κακοταιριάχτηκα, κακοταιριασμένος και κακοταιριαγμένος 1. κακώς συναρμόζω δύο ή περισσότερα πράγματα: Τα εξαρτήματα αυτά είναι κακοταιριασμένα. 2. δε συμφωνώ: Το αντρόγυνο αυτό κακοταίριαξε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)